Blähsucht στα ελληνικά
Μετάφραση: blähsucht, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βενζίνη, αέριο, Blähsucht
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- blutvergiftung στα ελληνικά - δηλητηρίαση αίματος, δηλητηρίαση του αίματος, δηλητηρίασης του αίματος, σηψαιμία, η δηλητηρίαση του αίματος
- blähend στα ελληνικά - φουσκωμένος, φουσκωτικό, τυμπανισμού, μετεωρικό, τυμπανιστικό
- blähung στα ελληνικά - φούσκωμα, βενζίνη, αέριο, μετεωρισμός, μετεωρισμό, τυμπανισμός, τυμπανισμό
Τυχαίες λέξεις
Blähsucht στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βενζίνη, αέριο, Blähsucht
Μεταφράσεις: βενζίνη, αέριο, Blähsucht