Bleistift στα ελληνικά

Μετάφραση: bleistift, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μολύβι, μολυβιού, το μολύβι, μολυβιών, με μολύβι
Bleistift στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bleigewicht στα ελληνικά - μολύβδου, μόλυβδο, οδηγήσει, προβάδισμα, οδηγούν
  • bleiglanz στα ελληνικά - μολύβδου, μόλυβδο, οδηγήσει, προβάδισμα, οδηγούν
  • bleistiftspitzer στα ελληνικά - ξύστρα, ακονιστήρι, sharpener, τροχιστικού, ακονιστής
  • blende στα ελληνικά - τυφλός, θαμπώνω, άνοιγμα, οπή, ανοίγματος, διάφραγμα, διαφράγματος
Τυχαίες λέξεις
Bleistift στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μολύβι, μολυβιού, το μολύβι, μολυβιών, με μολύβι