Dürftig στα ελληνικά
Μετάφραση: dürftig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φτωχός, άθλιος, φαλακρός, καημένος, αξιολύπητος, χάλια, ελεεινός, οικτρός, φτωχά, καραφλός, πενιχρός, κακόμοιρος, ισχνός, λιγοστός, γλίσχρος, πενιχρό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- akademien στα ελληνικά - ακαδημίες, ακαδημιών, Σχολές, σχολών, Academies
- bestürzung στα ελληνικά - άγχος, ανησυχία, τρόμος, παραζάλη, τρομάζω, συναγερμός, κατατρομάζω, ...
- chile στα ελληνικά - Χιλή, Χιλής, τη Χιλή, της Χιλής
- delinquent στα ελληνικά - εγκληματίας, παραβατική, παραβατικής, παραβατικές, της παραβατικής
Τυχαίες λέξεις
Dürftig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φτωχός, άθλιος, φαλακρός, καημένος, αξιολύπητος, χάλια, ελεεινός, οικτρός, φτωχά, καραφλός, πενιχρός, κακόμοιρος, ισχνός, λιγοστός, γλίσχρος, πενιχρό
Μεταφράσεις: φτωχός, άθλιος, φαλακρός, καημένος, αξιολύπητος, χάλια, ελεεινός, οικτρός, φτωχά, καραφλός, πενιχρός, κακόμοιρος, ισχνός, λιγοστός, γλίσχρος, πενιχρό