Καραφλός στα γερμανικά
Μετάφραση: καραφλός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
trocken, nackt, federlos, kahl, dürftig, armselig, frech, kahlköpfig, kahlen, Glatze, Weißkopf
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καραφλός
ανδρέας καραφλός, καραφλός ή φαλακρός, καραφλός φαλακρός, καραφλός ετυμολογία, καραφλός ηλεκτρικά, καραφλός λεξικό γλώσσας γερμανικά, καραφλός στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- καραμπίνα στα γερμανικά - plündern, gewehr, geschütz, revolver, schusswaffe, gaspedal, kanone, ...
- καραούλι στα γερμανικά - wache, Wächter, Wache, Garde, Bewachung, Wärter
- καρδάρα στα γερμανικά - Butterfass, Churn, Abwanderung, Abwanderungs
- καρδαμώνω στα γερμανικά - stärken, verstärken, Kardamomen
Τυχαίες λέξεις
Καραφλός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: trocken, nackt, federlos, kahl, dürftig, armselig, frech, kahlköpfig, kahlen, Glatze, Weißkopf
Μεταφράσεις: trocken, nackt, federlos, kahl, dürftig, armselig, frech, kahlköpfig, kahlen, Glatze, Weißkopf