Dürftigkeit στα ελληνικά
Μετάφραση: dürftigkeit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάγκη, ένδεια, χρειάζομαι, scantiness
Μεταφράσεις
- artikuliert στα ελληνικά - αρθρωτό, αρθρωτά, αρθρωτών, αρθρωτού, αρθρωτή
- arzneimitteltherapie στα ελληνικά - φαρμακοθεραπεία, φαρμακευτική θεραπεία, φαρμακευτικής αγωγής, φαρμακευτικής θεραπείας, θεραπεία με φάρμακα
- auflösbarkeit στα ελληνικά - ψήφισμα, ψήφισμα του, ψηφίσματος, ανάλυση, ψήφισμά
- beschleunigungsmesser στα ελληνικά - επιταχυνσιόμετρο, επιταχυνσιομέτρου, του επιταχυνσιομέτρου, επιταχυνσιόμετρου, επιτάχυνσης
Τυχαίες λέξεις
Dürftigkeit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάγκη, ένδεια, χρειάζομαι, scantiness
Μεταφράσεις: ανάγκη, ένδεια, χρειάζομαι, scantiness