Darbieten στα ελληνικά

Μετάφραση: darbieten, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παράσταση, απόδοση, παρόν, παρών, παρούσα, παρούσας, παρούσης
Darbieten στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • daraufhin στα ελληνικά - έπειτα, Κατόπιν αυτού, συνέχεια τις, στη συνέχεια τις
  • daraus στα ελληνικά - από εκείνη, από αυτό, από εκείνο, από αυτή, από αυτήν
  • darbietung στα ελληνικά - πράξη, παράσταση, απόδοση, επίδοση, εκτέλεση, επιδόσεις
Τυχαίες λέξεις
Darbieten στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παράσταση, απόδοση, παρόν, παρών, παρούσα, παρούσας, παρούσης