Dauerwelle στα ελληνικά
Μετάφραση: dauerwelle, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μόνιμος, περμανάντ, Perm, Περμ, Επιτρεπόμενη ένταση, Επιτρεπόμενη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dauerumlauf στα ελληνικά - φαύλο κύκλο, έναν φαύλο κύκλο
- dauerumschaltung στα ελληνικά - μεταβατική περίοδο, περίοδο μετάβασης, περίοδος μετάβασης, περιόδου μετάβασης, περίοδο της μετάβασης
- dauerwellen στα ελληνικά - μόνιμη, μόνιμο, μόνιμες, μόνιμων, μόνιμης
- daumen στα ελληνικά - αντίχειρας, αντίχειρα, τον αντίχειρα, αντίχειρά, τον αντίχειρά
Τυχαίες λέξεις
Dauerwelle στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μόνιμος, περμανάντ, Perm, Περμ, Επιτρεπόμενη ένταση, Επιτρεπόμενη
Μεταφράσεις: μόνιμος, περμανάντ, Perm, Περμ, Επιτρεπόμενη ένταση, Επιτρεπόμενη