Denkbar στα ελληνικά

Μετάφραση: denkbar, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εφικτός, πιθανός, νοητός, κατανοητό, πιθανό, νοητή, νοητό
Denkbar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • denen στα ελληνικά - στους οποίους, στον οποίο, στα οποία, στο οποίο, σε ποιον
  • dengeln στα ελληνικά - σφυρηλάτηση, peening, σφυροκόπηση
  • denkbarkeit στα ελληνικά - thinkability
  • denken στα ελληνικά - σκέπτομαι, πιστεύω, σκεφτόμουν, νομίζω, σκέψη, θεωρώ, σκέφτομαι, ...
Τυχαίες λέξεις
Denkbar στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εφικτός, πιθανός, νοητός, κατανοητό, πιθανό, νοητή, νοητό