Dominanz στα ελληνικά
Μετάφραση: dominanz, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έλεγχος, εξουσιάζω, επικράτηση, υπεροχή, κυριαρχία, δεσπόζουσας θέσης, δεσπόζουσα θέση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dominant στα ελληνικά - κυρίαρχη, κυρίαρχο, δεσπόζουσα, δεσπόζουσα θέση, δεσπόζουσας
- dominante στα ελληνικά - κυρίαρχη, κυρίαρχο, δεσπόζουσα, δεσπόζουσα θέση, δεσπόζουσας
- dominieren στα ελληνικά - δεσπόζω, κυριαρχώ, κυριαρχούν, κυριαρχεί, κυριαρχήσουν, κυριαρχήσει, δεσπόζουν
- dominierend στα ελληνικά - κυρίαρχη, κυρίαρχο, δεσπόζουσα, δεσπόζουσα θέση, δεσπόζουσας
Τυχαίες λέξεις
Dominanz στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έλεγχος, εξουσιάζω, επικράτηση, υπεροχή, κυριαρχία, δεσπόζουσας θέσης, δεσπόζουσα θέση
Μεταφράσεις: έλεγχος, εξουσιάζω, επικράτηση, υπεροχή, κυριαρχία, δεσπόζουσας θέσης, δεσπόζουσα θέση