Dotierung στα ελληνικά
Μετάφραση: dotierung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προικοδότηση, χάρισμα, όργανο, κληροδότημα, κονδυλίου, προικώο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dotiert στα ελληνικά - ναρκωμένο, νοθευμένος, ντοπαρισμένοι, ντοπάρονται, ντοπαρισμένων
- dotierte στα ελληνικά - ναρκωμένο, νοθευμένος, ντοπαρισμένοι, ντοπάρονται, ντοπαρισμένων
- dotierungen στα ελληνικά - κληροδοτήματα, δωρεές, προικοδοτήσεις, οι προικοδοτήσεις, κληροδοτημάτων
- dotter στα ελληνικά - κρόκος, κρόκο, κρόκου, τον κρόκο, λέκιθο
Τυχαίες λέξεις
Dotierung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προικοδότηση, χάρισμα, όργανο, κληροδότημα, κονδυλίου, προικώο
Μεταφράσεις: προικοδότηση, χάρισμα, όργανο, κληροδότημα, κονδυλίου, προικώο