Drogerie στα ελληνικά
Μετάφραση: drogerie, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χημικός, φαρμακοποιός, φαρμακείο, φαρμακειο, φαρμακείου, φαρμακείων, drugstore
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- drogen στα ελληνικά - ναρκωτικά, φάρμακα, τα ναρκωτικά, ναρκωτικών, τα φάρμακα
- drogenfahnder στα ελληνικά - Drogenfahnder
- drohen στα ελληνικά - απειλώ, απειλούν, απειλήσουν, απειλήσει, απειλεί, να απειλήσει
- drohend στα ελληνικά - απειλητικός, απειλή, απειλητική, απειλητική για, απειλητικές
Τυχαίες λέξεις
Drogerie στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χημικός, φαρμακοποιός, φαρμακείο, φαρμακειο, φαρμακείου, φαρμακείων, drugstore
Μεταφράσεις: χημικός, φαρμακοποιός, φαρμακείο, φαρμακειο, φαρμακείου, φαρμακείων, drugstore