Λέξη: απονομή

Σχετικές λέξεις: απονομή

απονομή χάριτος, απονομή κυπέλλου, απονομή φιλιππίδη, απονομή δικαιοσύνης, απονομή βραβείων πατρινού καρναβαλιού 2014, απονομή όσκαρ 2014, απονομή όσκαρ, απονομή βραβείων όσκαρ 2014, απονομή oscar 2014, απονομή βραβείων ελληνικής ακαδημίας κινηματογράφου

Συνώνυμα: απονομή

κατανομή, παροχή, μερίδιο

Μεταφράσεις: απονομή

απονομή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dispensation, conferment, award, administration, award of, awarding

απονομή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
otorgamiento, atribución, concesión, la atribución, una atribución

απονομή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
austeilung, zuteilung, gabe, verteilung, Verleihung, conferment, Verleihungs, Zuerkennung, die Verleihung

απονομή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dérogation, distribution, consentement, dispensation, dispense, octroi, attribution, collation, remise, une attribution

απονομή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
conferimento, attribuzione, il conferimento, di conferimento, conferimenti

απονομή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
concessão, outorga, atribuição, uma atribuição

απονομή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toekenning, verlening, de verlening, bevoegdheidstoekenning, attributie

απονομή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
разрешение, деление, избавление, осуществление, раздача, распределение, освобождение, управление, присвоение, Вручение, присуждение, присвоение звания

απονομή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
conferment, tildeling

απονομή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
promotions, tilldelning, promotionen, promotion, Beviljandet

απονομή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
promootio, annettuun, annettuun toimivaltaan, promootion

απονομή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tildeling, tildelingen, Indroemmelse, indrømmelsen

απονομή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozdělování, rozdílení, povolení, zproštění, osvobození, udělení, se uděluje, pověření bylo

απονομή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozdawanie, zgoda, nadanie, Przyznanie, powierzenie, przyznaniem, Nadawanie

απονομή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szétosztás, adományozás, felhatalmazásából, átruházás, ruháznák, ruházott

απονομή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ödüllendirme, bahşetme

απονομή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
роздача, рятування, роздавання, визволення, привласнення, присвоєння

απονομή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dhënie, dhënia, konfirmohet

απονομή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
раздала, присъждане, оказване, Предоставяне

απονομή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прысваенне, наданне, прысваеньне, прысабечваньне, прысвойваньне

απονομή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vabastus, käsuseadus, väljajagamine, annetamine, pädevuse andmine, volitusest, omistamisel

απονομή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dijeljenje, izdavanje, određivanje, dodjeljivanje

απονομή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
conferment

απονομή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
suteikimas, Suteikti, suteikto, pripažinimas, suteikimą

απονομή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
piešķiršana, piešķiršana norāda, piešķīrumam, piešķiršana norāda uz

απονομή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
conferment

απονομή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
Acordarea, Atribuirea, conferirea, conferire, decernare

απονομή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
podelitev, dodeli-

απονομή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
povolení, udelenie, udelení, udelenia, udeleniu, udeľovania

Στατιστικά δημοτικότητας: απονομή

Τυχαίες λέξεις