Durchbohrend στα ελληνικά

Μετάφραση: durchbohrend, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοφτερός, οξυδερκής, μυτερός, διαπεραστικός, αιφνίδιος, διάτρηση, τρύπημα, piercing, διάτρησης, τη διάτρηση
Durchbohrend στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • durchblutung στα ελληνικά - κυκλοφορία, κυκλοφορίας, την κυκλοφορία, κυκλοφορία του
  • durchblätternd στα ελληνικά - thumbing
  • durchbohrt στα ελληνικά - διάτρητος, τρυπημένα, διαπέρασε, διαπερνάται, διάτρητο
  • durchbrennen στα ελληνικά - σβήνω, καεί, καίγονται, φθαρεί, κάψει
Τυχαίες λέξεις
Durchbohrend στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοφτερός, οξυδερκής, μυτερός, διαπεραστικός, αιφνίδιος, διάτρηση, τρύπημα, piercing, διάτρησης, τη διάτρηση