Λέξη: ύπουλος

Σχετικές λέξεις: ύπουλος

συνώνυμο ύπουλος, ύπουλος φίλος, ύπουλος συνώνυμα, ύπουλος αγγλικα, ύπουλος άνθρωπος, ύπουλος english

Συνώνυμα: ύπουλος

σκιερός, σκιώδης, σκοτεινός, χαμερπής, πρόστυχος, επίβουλος, δόλιος, κρύφιος, άπιστος

Μεταφράσεις: ύπουλος

ύπουλος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sly, devious, furtive, catty, sneaker, sneaky, insidious, insinuating

ύπουλος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bellaco, furtivo, astuto, pillo, malicioso, maliciosa, catty, maliciosas, de catty

ύπουλος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mittelbar, routiniert, indirekt, schlau, durchtrieben, abwegig, listig, gehässig, boshaft, catty, boshafte, zickige

ύπουλος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
finaud, malin, habile, détourné, furtif, futé, rusé, oblique, adroit, clandestin, sournois, astucieux, tortueux, artificieux, secret, madré, méchant, catty, malicieux, cattie

ύπουλος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
astuto, scaltro, furbo, dispettoso, malizioso, catty, maliziosa, dispettosa

ύπουλος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ardiloso, astuto, enviesado, ladino, oblíqua, malicioso, calúnia, catty, maliciosa, catty a

ύπουλος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sluw, schalks, slim, indirect, scheef, gewiekst, schuin, doortrapt, uitgeslapen, listig, kattig, catty, kattige, katachtig

ύπουλος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уединенный, извилистый, нечестный, блуждающий, скрытый, окольный, кружный, двуличный, вороватый, продувной, отдаленный, тертый, ловкий, лукавый, озорной, тайный, злобный, ехидный, катти, кати, хитрый

ύπουλος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utspekulert, lur, catty, kveget

ύπουλος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lömsk, underfundig, listig, bakslug, slug, catty, GIFTIG

ύπουλος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
viekas, katala, kavala, harhaanjohtava, viisto, epäsuora, veitikkamainen, mutkainen, vino, ovela, luihu, kiero, ilkeä, pahansuopa, catty, ilkeät, ja ilkeät

ύπουλος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
snu, listig, ondskabsfuld, spydig, indsmigrende, catty, katteagtig

ύπουλος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lstivý, prohnaný, úskočný, plíživý, tajný, skrytý, odlehlý, zlomyslný, kradmý, mazaný, vychytralý, jízlivý, falešný, Catty, poťouchlý

ύπουλος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ukradkiem, przebiegły, filuterny, szczwany, okrężny, cwany, tajemny, chytry, potajemny, pokrętny, szelmowski, zjadliwy, koci, catty

ύπουλος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lopott, gonosz, catty, csípős, macskaszerű, ravasz

ύπουλος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dolaylı, kurnaz, hilekâr, sinsi, catty, hain, Orta boy

ύπουλος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скритий, усамітнений, нечесний, злодійкуватий, відокремлений, тайний, блукаючий, хитрий, лукавий, злісний, злобний, злий, лютий

ύπουλος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i lig, si mace, lig, mace, lig sa

ύπουλος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
злобен, коварен, ехиден, остро, злобна

ύπουλος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
злосны, зласлівы

ύπουλος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaval, salajane, riukalik, ringiminev, varglik, puiklev, varastatud, tige, catty, pahatahtlik, Ilkeä, Pahansuopa

ύπουλος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lukav, prepreden, skriven, kružni, sporedni, tajan, maliciozan, mačkast

ύπουλος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lymskur, catty

ύπουλος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gudrus, Katės, catty, Leis, Katė panašus, Viltīgs

ύπουλος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izveicīgs, manīgs, viltīgs, ļauns, kaķa, kaķim līdzīgs

ύπουλος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ехиден

ύπουλος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
indirect, viclean, răutăcios, Catty, felin

ύπουλος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Maliciozan, Catty

ύπουλος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nenápadný, skrytý, jízlivý, ironicky, zádrapčivý
Τυχαίες λέξεις