Eigentliche στα ελληνικά

Μετάφραση: eigentliche, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ουσιαστικά, σχεδόν, πραγματικός, πραγματική, πραγματικό, πραγματικές, πραγματικής
Eigentliche στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ablagerung στα ελληνικά - ίζημα, ιλύς, κατακάθι, προσχώνω, επισπεύδω, υπόλοιπο, επαναθέτω, ...
  • abschaltung στα ελληνικά - κλείσιμο, τερματισμού, διακοπή λειτουργίας, τερματισμού λειτουργίας, shutdown
  • besteigungen στα ελληνικά - αναβάσεις, ανηφόρες, αναβάσεων, ανάβαση, αναρριχήσεις
  • doktorin στα ελληνικά - ιατρός, γιατρός, το γιατρό, Ο γιατρός, Doctor, Ιατρός
Τυχαίες λέξεις
Eigentliche στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ουσιαστικά, σχεδόν, πραγματικός, πραγματική, πραγματικό, πραγματικές, πραγματικής