Einbeziehen στα ελληνικά
Μετάφραση: einbeziehen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσθήκη, συμπερίληψη, συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνονται, περιλαμβάνει, να περιλαμβάνει, να περιλαμβάνουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- absolutheit στα ελληνικά - απόλυτο, απολυτότητα, απολυτότητας, το απόλυτο, absoluteness
- aufgeblitzt στα ελληνικά - έλαμψε, στιγμιαίας, άστραψε, αναφλέχθηκαν, flashed
- darsteller στα ελληνικά - καλλιτέχνης, ηθοποιός, ηθοποιό, παράγοντα, φορέα, παράγοντας
- doppeldeutigkeit στα ελληνικά - ασάφεια, αμφισημία, ασάφειας, αμφιβολία, αμφισημίας
Τυχαίες λέξεις
Einbeziehen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσθήκη, συμπερίληψη, συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνονται, περιλαμβάνει, να περιλαμβάνει, να περιλαμβάνουν
Μεταφράσεις: προσθήκη, συμπερίληψη, συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνονται, περιλαμβάνει, να περιλαμβάνει, να περιλαμβάνουν