Einflößen στα ελληνικά
Μετάφραση: einflößen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έγχυμα, εμπνεύσει, εμπνέουν, εμπνέει, να εμπνεύσει, εμπνεύσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aktenzeichen στα ελληνικά - αναφορά, αναγωγή
- benommene στα ελληνικά - συμπεριφέρθηκε, συμπεριφερμένο, ή κακή συμπεριφορά
- bumerang στα ελληνικά - μπούμερανγκ, boomerang, μπούμεραγκ, το μπούμερανγκ
Τυχαίες λέξεις
Einflößen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έγχυμα, εμπνεύσει, εμπνέουν, εμπνέει, να εμπνεύσει, εμπνεύσουν
Μεταφράσεις: έγχυμα, εμπνεύσει, εμπνέουν, εμπνέει, να εμπνεύσει, εμπνεύσουν