Λέξη: αποταμιεύω
Σχετικές λέξεις: αποταμιεύω
αποταμιεύω ταχυδρομικο ταμιευτηριο, αποταμιεύω στα αγγλικα, αποταμιεύω αγγλικά, αποταμιεύω ττ, λογαριασμός αποταμιεύω
Συνώνυμα: αποταμιεύω
σώζω, γλιτώνω, οικονομώ
Μεταφράσεις: αποταμιεύω
αποταμιεύω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
save, put away, salt away
αποταμιεύω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rescatar, ahorrar, salvar, guardar, economizar, salvar a, ahorre
αποταμιεύω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ersparen, spart, schützen, ballabwehr, außer, retten, sparen, parade, sichern, speichern, zu sparen, zu retten
αποταμιεύω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sauver, économiser, préserver, défendre, protéger, épargnez, réserver, stocker, épargner, remettre, sauvez, garder, respecter, sauvons, ménager, sauvent, sauvegarder, enregistrer, économiser de
αποταμιεύω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
salvare, serbare, conservare, risparmiare, economizzare, salvarlo, salvare le, salvare i
αποταμιεύω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
salvar, economizar, poupar, excepto, selvagem, guardar, salve
αποταμιεύω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bezuinigen, behoeden, uitsparen, behouden, bergen, redden, bewaren, uitzuinigen, besparen, uitwinnen, sparen, behalve
αποταμιεύω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
скапливать, избавить, лишать, сохранять, спасти, уберегать, выгадывать, спасать, отстоять, сберегать, отстаивать, экономить, измыслить, выгадать, приберегать, придумать, сохранить, сэкономить
αποταμιεύω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
berge, frelse, spare, redde, lagre, lagrer, sparer
αποταμιεύω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rädda, bärga, frälsa, spara, sparar, att spara, räddning
αποταμιεύω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
säilyttää, taltioida, pelastaa, suojata, varjella, säästää, pitää, tallentaa, säästä, tallenna
αποταμιεύω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
beholde, spare, redde, gemme, sparer, spar
αποταμιεύω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uložit, zachraňovat, ukládat, uspořit, uchovat, šetřit, spořit, střádat, chránit, spasit, uschovat, zachovat, ušetřit, zachránit, ušetřete, uložení
αποταμιεύω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
oszczędzić, uchronić, zbawić, zachować, ratować, zaoszczędzać, bronić, zapisywać, uratować, odkładać, obronić, ocalić, oszczędzać, uciułać, zaoszczędzić, uskładać
αποταμιεύω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
védés, megment, kivéve, menteni, mentse, mentéséhez
αποταμιεύω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kurtarmak, kaydetmek, kaydedin, tasarruf, kaydedebilirsiniz
αποταμιεύω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
позбавляти, збережіть, зберегти, записати, крім, зберігати
αποταμιεύω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ruaj, të shpëtuar, ruani, kurseni, kursejnë
αποταμιεύω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
спасяване, спести, спестите, спаси, запишете
αποταμιεύω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
захоўваць, захаваць
αποταμιεύω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
salvestama, päästma, säästma, välja arvatud, salvestada, säästa
αποταμιεύω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
snimi, izuzev, izbaviti, štedjeti, uštedjeti, osim, spremite, spremiti, memoriraj, spasiti, spremili, spasi
αποταμιεύω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
forða, frelsa, bjarga, spara, vista, að vista, vistað
αποταμιεύω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
taupyti, sutaupyti, išsaugoti, išskyrus, išgelbėti
αποταμιεύω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
taupīt, krāt, glābt, izglābt, saglabāt, saglabātu
αποταμιεύω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
спаси, ги зачувате, заштедите, зачувате, го спаси
αποταμιεύω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
salva, cu excepția, a salva, salvați, economisi
αποταμιεύω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
shraniti, shranite, shranjevanje, prihranek, shrani, prihranite
αποταμιεύω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ušetriť
Τυχαίες λέξεις