Eingießen στα ελληνικά
Μετάφραση: eingießen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έγχυμα, χύστε, ρίχνουμε, ρίχνετε, χύσει, ρίξτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abgezogen στα ελληνικά - Παρακρατήθηκε, που Παρακρατήθηκε, Αφαιρεθούν
- arbeitstische στα ελληνικά - πάγκοι εργασίας, πάγκοι, πάγκους εργασίας, τραπέζια εργασίας, τραπέζια εργασίας από
- ausgebildet στα ελληνικά - μορφωμένος, μορφωμένοι, μορφωμένων, μόρφωση, μορφωμένους
- chirurgin στα ελληνικά - χειρουργός, χειρουργό, χειρούργος, χειρούργο, χειρουργού
Τυχαίες λέξεις
Eingießen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έγχυμα, χύστε, ρίχνουμε, ρίχνετε, χύσει, ρίξτε
Μεταφράσεις: έγχυμα, χύστε, ρίχνουμε, ρίχνετε, χύσει, ρίξτε