Einhellig στα ελληνικά
Μετάφραση: einhellig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ομόφωνος, ομόφωνη, ομόφωνα, ομοφωνία στις αξιολογήσεις, ομοφωνία στις αξιολογήσεις τους, ομοφωνία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bearbeiter στα ελληνικά - διευθετών, ενορχηστρωτής, arranger, οργανωτή έκδοσης, ενορχηστρωτή
- besoffener στα ελληνικά - άφθονος, μεθύστακας
- bohrer στα ελληνικά - άσκηση, τροχός, τριβελίζω, τρυπάνι, τρυπανιού, διάτρησης, δράπανο
- brotkrume στα ελληνικά - ψίχουλο, ψίχα, τριμμένη φρυγανιά, breadcrumb, τριμμένης φρυγανιάς, τριμμένων φρυγανιών
Τυχαίες λέξεις
Einhellig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ομόφωνος, ομόφωνη, ομόφωνα, ομοφωνία στις αξιολογήσεις, ομοφωνία στις αξιολογήσεις τους, ομοφωνία
Μεταφράσεις: ομόφωνος, ομόφωνη, ομόφωνα, ομοφωνία στις αξιολογήσεις, ομοφωνία στις αξιολογήσεις τους, ομοφωνία