Einkaufen στα ελληνικά
Μετάφραση: einkaufen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ψώνια, εμπορικό, Shopping, εμπορική, εμπορικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- blondine στα ελληνικά - ξανθός, ξανθιά, ξανθά, ξανθό, ξανθιά που, ξανθή
- bresche στα ελληνικά - διάλλειμα, ρωγμή, ρήγμα, σπάζω, παραβίαση, ράγισμα, σχισμή, ...
- diät στα ελληνικά - διαιτολόγιο, διατροφή, δίαιτα, διατροφής, δίαιτας, τη διατροφή
Τυχαίες λέξεις
Einkaufen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ψώνια, εμπορικό, Shopping, εμπορική, εμπορικά
Μεταφράσεις: ψώνια, εμπορικό, Shopping, εμπορική, εμπορικά