Eins στα ελληνικά

Μετάφραση: eins, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μονόκλινος, μόνος, ενότητα, ανύπαντρος, μία, μονός, ένας, αρμονία, ένα, μια, ενός
Eins στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akrobaten στα ελληνικά - Ακροβάτες, ακροβάτες του, τους ακροβάτες, οι ακροβάτες, ακροβάτες που
  • bardamen στα ελληνικά - μπαργούμαν, σερβιτόρες, μπαργούμαν των
  • belebend στα ελληνικά - αναζωογονητικό, αναζωογονητική, τονωτικό, ενδυναμώνοντας, τονωτική
  • dummkopf στα ελληνικά - παραφυάδα, τράνταγμα, βεντούζα, τούβλο, κόπανος, ντοπάρω, κοροϊδεύω, ...
Τυχαίες λέξεις
Eins στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μονόκλινος, μόνος, ενότητα, ανύπαντρος, μία, μονός, ένας, αρμονία, ένα, μια, ενός