Λέξη: αλλεπάλληλος
Σχετικές λέξεις: αλλεπάλληλος
αλλεπάλληλος συνωνυμα
Συνώνυμα: αλλεπάλληλος
συχνός, διαδοχικός, συνεχής
Μεταφράσεις: αλλεπάλληλος
αλλεπάλληλος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
successive, repeated, following one another
αλλεπάλληλος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sucesivo, seguido, siguiendo, siguiente, siguientes, tras, después
αλλεπάλληλος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abermalig, verschiedentlich, wiederholt, aufeinander folgend, aufeinander folgen, aufeinanderfolgen, einander folgenden
αλλεπάλληλος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
répétés, répétai, répéta, prochain, répétées, répétée, répétâmes, succession, répété, répétèrent, suivant, fréquent, successif, suite à, suite, suivante, suit
αλλεπάλληλος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
susseguirsi, si susseguono, susseguono, che si susseguono, un susseguirsi
αλλεπάλληλος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
a seguir, seguindo, seguinte, seguintes, seguir
αλλεπάλληλος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
na, volgende, volgend, onderstaande, volgt
αλλεπάλληλος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
последовательный, неоднократный, повторный, преемственный, вторичный, последующий, следующих друг за другом
αλλεπάλληλος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
etter, følgende, følge, følger, å følge
αλλεπάλληλος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
efter, följande, följer, följa, efter det
αλλεπάλληλος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
toistuva, toisteinen, toisti, peräkkäinen, jatkuva, toistivat, seuraavat, seuraavasti, seuraavista, seuraavia, seuraavan
αλλεπάλληλος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
efter, følgende, således, følge, følger
αλλεπάλληλος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
postupný, častý, následný, následující, po, tímto, následujících, následujícího
αλλεπάλληλος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kolejny, następny, niejednokrotny, częsty, sukcesywny, parokrotny, wielorazowy, wielokrotny, powtórny, kilkakrotny, następującymi jeden po drugim
αλλεπάλληλος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ismételt, követik egymást
αλλεπάλληλος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
birbirini, birbirlerini, birbirlerine, birbirine, birbirinden
αλλεπάλληλος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
повторювати, наступний, послідовний, повторюватися, повторити, наступних один за одним, наступних друг за іншому, слідують один за одним, випливають один за одним, слідуючих одна за одною
αλλεπάλληλος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
duke ndjekur, ndjekur, në vazhdim, vijim, mëposhtme
αλλεπάλληλος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
едно след друго,
αλλεπάλληλος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
наступных, наступныя
αλλεπάλληλος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
edasine, järgnev, korduv, järgmised, järgmine, järgmise, järgmisi, järgmiste
αλλεπάλληλος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uzastopan, sukcesivan, slijedeći, sljedeći, sljedeće, sljedećeg, slijedeće
αλλεπάλληλος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eftirfarandi, eftir, kjölfar, í kjölfar, fylgja
αλλεπάλληλος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
po, taip, nuo, Žemiau, šių
αλλεπάλληλος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pēc, šādu, šādu tekstu, šādu punktu, šādi
αλλεπάλληλος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
по, следниве, следните, следново, следната
αλλεπάλληλος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
urmând, în urma, următoarea, urma, următorul
αλλεπάλληλος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sledeč drug drugemu
αλλεπάλληλος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zopakovaný, postupný, opakovaný, následný, nasledujúce, Nasledujúca, nasledujúci, nasledovné, nasledujúcu
Τυχαίες λέξεις