Λέξη: καυγάς

Σχετικές λέξεις: καυγάς

καυγάς στη φυλακή... ο μάγκας τα έβαλε με λάθος άνθρωπο και τις έφαγε για τα καλά (βίντεο), καυγάς στην φυλακή, καυγάς στη φυλακή... ο μάγκας τα έβαλε, καυγάς στη φυλακή... ο μάγκας τα έβαλε με λάθος άνθρωπο και.. δειτε τι επαθε, καυγάς στη φυλακή... ο μάγκας τα έβαλε με λάθος άνθρωπο και τις έφαγε για τα καλά (, καυγάς ονειροκρίτης, καυγάς στη φυλακή, καυγάς στη φυλακή... ο μάγκας τα έβαλε με λάθος άνθρωπο και.. δειτε τι επαθε (βίντεο), καυγάς στη φυλακή... ο μάγκας τα έβαλε με λάθος άνθρωπο και τις έφαγε για τα καλ, καυγάς στη φυλακή... ο μάγκας τα έβαλε με λάθος

Συνώνυμα: καυγάς

φιλονικία, σύρραξη, συμπλοκή, μάλωμα, λογομαχία, σκαρφάλωμα, άτακτος αγών, διαμάχη, καυγαδάκι, ισχυρισμός, αγώνας

Μεταφράσεις: καυγάς

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
quarrel, scuffle, brawl, wrangle, squabble, scramble, bust up
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rifa, reñir, pelear, disputa, riña, gresca, pelea, reyerta, brawl, trifulca
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
krach, handgreiflichkeiten, auseinandersetzung, zerwürfnis, handgemenge, gewühl, tätlichkeiten, streit, zank, streiten, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rixe, chamaillerie, querelle, bagarrer, brouille, combat, brouiller, discuter, algarade, dispute, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tafferuglio, lite, mischia, litigio, zuffa, rissa, disputa, alterco, litigare, contesa, ...
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
altercar, barulho, certificado, discussão, quantidade, porfiar, disputa, querelar, rixa, briga, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dispuut, twistgesprek, ruziën, kamp, kiften, heibel, redetwist, treffen, slag, ruzie, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
препирательство, перессориться, склока, ссориться, переругаться, спорить, брань, грызться, шарканье, бранить, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
trette, strid, krangel, slagsmål, klammeri, brawl, krangle
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kiv, gräla, gräl, slagsmål, tvist, träta, strid, bråk, Brawl
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
riita, selkkaus, sanaharkka, kina, ristiriita, tora, kiista, kahakka, rähinä, Brawl, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skænderi, mundhuggeri, slagsmål, Brawl, slåskamp
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pranice, svár, šarvátka, pře, spor, mela, hádka, rvačka, znesvářit, Brawl, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
awantura, żreć, drzeć, tarmoszenie, bełt, waśń, posprzeczać, zwada, swar, skłócić, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tömegverekedés, sarabolókapa, tolókapa, dulakodás, saraboló, civakodik, verekedés, Brawl, verekedésben, verekedést
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kavga, brawl, arbede, arbedede, arbedenin
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бійка, карантини, скандалити, сваритися, скандалитиме
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ngatëresë, grindje, përleshje, zenka, rrahje, zenka e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
драка, караница, сбиване, скандал, Brawl, свада
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
скандаліць, шкандаліць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
riid, tüli, lööming, lõugama, brawl, lärmama, kraaklema
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prepirka, kavga, gužva, spor, tučnjava, psovati, svađa, tučnjavi, bučati, tučnjave
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
illdeilur, brawl
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
iurgium
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skandalas, ginčas, kivirčas, vaidas, triukšmauti, Warcholić, Brawl
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
strīdēties, strīds, ķilda, ķildoties, tracis, kautiņš, kautiņā, Brawl, celt traci
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тепачка, тепачката, караница, расправија, е тепачка
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ceartă, certa, murmur, se certa, păruială
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pretep, pretepu, Vika, brawl, Građa
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hádka

Στατιστικά δημοτικότητας: καυγάς

Τυχαίες λέξεις