Einsam στα ελληνικά
Μετάφραση: einsam, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μοναχικός, μόνο, μόνος, πέλμα, ασυντρόφευτος, μοναχός, γλώσσα, απόκοσμος, μοναχικό, μοναχική, μοναξιά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ausbildung στα ελληνικά - εκπαίδευση, μόρφωση, σχολείο, προπονούμενος, προπόνηση, κατάρτισης, κατάρτιση, ...
- ausgräber στα ελληνικά - εκσκαφέας, εκσκαφέα, εκσκαφείς, εκσκαφέων, ανασκαφέα
- deportation στα ελληνικά - απέλαση, εξορίζω, εξορία, απέλασης, απέλασή, την απέλαση, η απέλαση
- dreiklang στα ελληνικά - Dreiklang
Τυχαίες λέξεις
Einsam στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μοναχικός, μόνο, μόνος, πέλμα, ασυντρόφευτος, μοναχός, γλώσσα, απόκοσμος, μοναχικό, μοναχική, μοναξιά
Μεταφράσεις: μοναχικός, μόνο, μόνος, πέλμα, ασυντρόφευτος, μοναχός, γλώσσα, απόκοσμος, μοναχικό, μοναχική, μοναξιά