Einschüchtern στα ελληνικά
Μετάφραση: einschüchtern, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ραντίζω, εκφοβίζω, τρομάζω, συντρίβω, τρέχω, εκφοβίσει, εκφοβίσουν, εκφοβισμό, εκφοβίζουν, εκφοβίζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- angefleht στα ελληνικά - παρακαλούσε, παρακαλούσαν, ικέτευαν, besought, παρακάλεσα
- arbeitsplatz στα ελληνικά - εργασία, δουλεύω, εργάζομαι, δουλειά, στο χώρο εργασίας, χώρο εργασίας, εργασιακό χώρο, ...
- birnbaum στα ελληνικά - αχλάδι, απίδι, Birnbaum, το Birnbaum
- durchdrang στα ελληνικά - διαπνέεται, διαπέρασε, διεισδύσει, διαποτίσει, διαπερνούσε
Τυχαίες λέξεις
Einschüchtern στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ραντίζω, εκφοβίζω, τρομάζω, συντρίβω, τρέχω, εκφοβίσει, εκφοβίσουν, εκφοβισμό, εκφοβίζουν, εκφοβίζει
Μεταφράσεις: ραντίζω, εκφοβίζω, τρομάζω, συντρίβω, τρέχω, εκφοβίσει, εκφοβίσουν, εκφοβισμό, εκφοβίζουν, εκφοβίζει