Λέξη: πλούτος
Σχετικές λέξεις: πλούτος
πλούτοσ σαββόπουλοσ, πλούτος δίχως μόχθο, πλούτος αριστοφάνη pdf, πλούτος συνώνυμα, πλούτος των εθνών, πλούτος του αριστοφάνη κείμενο, πλούτος αριστοφάνη κείμενο, πλούτος σαββόπουλος κριτική, πλούτοσ περιοδεία, πλούτος αριστοφάνη
Συνώνυμα: πλούτος
παράδες, χρήματα, μαμμωνάς, πλούτη, περιουσία, χλιδή
Μεταφράσεις: πλούτος
πλούτος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
wealth, richness, riches, wealth of, wealth is
πλούτος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
riqueza, abundancia, caudal, la riqueza, riquezas, de riqueza
πλούτος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
reichtum, wohlstand, fülle, reichtümer, vermögen, Reichtum, Fülle, Wohlstand, Vermögens, Reichtums
πλούτος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
plénitude, richesse, richesses, aisance, abondance, surabondance, exubérance, prospérité, opulence, fortune, foison, capital, la richesse, patrimoine
πλούτος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ricchezza, abbondanza, opulenza, dovizia, ricchezze, la ricchezza, patrimonio, di ricchezza
πλούτος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
haver, riqueza, fraca, riquezas, a riqueza, de riqueza, da riqueza
πλούτος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rijkdom, weelde, schat, welvaart, vermogen
πλούτος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обилие, довольство, сокровища, богатство, изобилие, благосостояние, богатства, богатством, благосостояния
πλούτος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
velstand, rikdom, vell, formue, rikdommen
πλούτος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
välstånd, rikedom, tidigare, mängd, förmögenhet
πλούτος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
omaisuus, varakkuus, hyvinvointi, rikkaus, varallisuus, vauraus, vaurauden, runsaasti, vaurautta, varallisuuden
πλούτος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rigdom, velstand, væld, formue, stort
πλούτος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jmění, hojnost, nadbytek, blahobyt, bohatost, majetek, bohatství, majetnost, majetku, bohatstvím
πλούτος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dobrobyt, obfitość, zamożność, bogactwo, zasobność, majątek, bogactwa, bogactwem
πλούτος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gazdagság, vagyon, jólét, le, le a
πλούτος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
servet, zenginlik, zenginliği, refah, varlık
πλούτος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
добробут, багатство, багатства
πλούτος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pasuri, pasuria, pasurisë, pasuria e, pasuri e
πλούτος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
богатство, благосъстояние, безпристрастни, и безпристрастни, богатството
πλούτος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
багацце, багацьце
πλούτος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
heaolu, marrastus, rikkus, vara, jõukus, rikkuse
πλούτος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obiluje, obilje, bogatstvo, bogatstva, izobilje, bogatstvu, blago
πλούτος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
auður, auð, fé, mikið, auði
πλούτος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
opes, facultas, opulentia, mammona
πλούτος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
turtas, lobis, gausumas, turto, turtai, gerovė, turtą
πλούτος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bagātība, bagātību, bagātības, labklājības, labklājība
πλούτος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
богатство, богатството, богатства, на богатство
πλούτος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bogăţie, avere, bogăție, bogăției, bogăția, sejur
πλούτος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bogastvo, bogastva, premoženje, premoženja, bogastvu
πλούτος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bohatstvo, bohatstva, bohatstvu, bohatstve, zdrojov
Στατιστικά δημοτικότητας: πλούτος
Τυχαίες λέξεις