Einsperren στα ελληνικά

Μετάφραση: einsperren, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φυλακή, κανάτα, φυλακίζω, υστέρηση, κλειδώνω, κρατιούμαι, φυλακίζομαι, κλειδώσει, ασφαλίζει
Einsperren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abgeglitten στα ελληνικά - γλίστρησε, έκανε, έκανε το, γλιστρήσει, έπεσε
  • belohnt στα ελληνικά - ανταμείβονται, ανταμείβεται, επιβραβεύεται, ανταμειφθεί, επιβραβεύονται
  • beule στα ελληνικά - βαθούλωμα, κραδασμός, στραπατσάρισμα, κύρτωμα, βράζω, καμπούρα, διογκώνω, ...
  • dazu στα ελληνικά - να, για, προς, σε, με
Τυχαίες λέξεις
Einsperren στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φυλακή, κανάτα, φυλακίζω, υστέρηση, κλειδώνω, κρατιούμαι, φυλακίζομαι, κλειδώσει, ασφαλίζει