Einweihung στα ελληνικά
Μετάφραση: einweihung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μύηση, εγκαίνια, εγκαινίων, των εγκαινίων, εγκαινίαση, ορκωμοσία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- auftankung στα ελληνικά - Ανεφοδιασμός, ανεφοδιασμού, Ο ανεφοδιασμός, Ανεφοδιασμός με καύσιμο, ανεφοδιασμού καυσίμων
- ausklappbar στα ελληνικά - πτυσσόμενος, αναδίπλωση, αναδίπλωσης, πτυσσόμενο, πτυσσόμενα
- betriebsmittel στα ελληνικά - πόροι, πόρων, πόρους, τους πόρους, μέσα
- butzemann στα ελληνικά - μπαμπούλας, μπαμπούλα, φόβητρο, μπαμπούλα για, κανένας μπαμπούλας
Τυχαίες λέξεις
Einweihung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μύηση, εγκαίνια, εγκαινίων, των εγκαινίων, εγκαινίαση, ορκωμοσία
Μεταφράσεις: μύηση, εγκαίνια, εγκαινίων, των εγκαινίων, εγκαινίαση, ορκωμοσία