Einwurf στα ελληνικά
Μετάφραση: einwurf, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντίρρηση, καταχώρηση, σχισμή, προσθήκη, ρίξει, να ρίξει, ρίχνουν, ρίχνει, πετάτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abwaschlappen στα ελληνικά - Πλένεται, πλενόμενο, washable, που πλένεται, να πλένονται
- ausarbeitende στα ελληνικά - Εργασία Out, λειτουργώντας έξω, που συνεπάγεται η δουλειά, εκείνοι που ασχολούνται, και εκείνοι που ασχολούνται
- ausführend στα ελληνικά - εκτελεστικός, εκτελεστικό, εκτελεστικών, εκτελεστικά, εκτελεστική
Τυχαίες λέξεις
Einwurf στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντίρρηση, καταχώρηση, σχισμή, προσθήκη, ρίξει, να ρίξει, ρίχνουν, ρίχνει, πετάτε
Μεταφράσεις: αντίρρηση, καταχώρηση, σχισμή, προσθήκη, ρίξει, να ρίξει, ρίχνουν, ρίχνει, πετάτε