Entität στα ελληνικά
Μετάφραση: entität, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οντότητα, οντότητας, οικονομική οντότητα, φορέα, φορέας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adeln στα ελληνικά - εξευγενίζω, εξευγενίση, εξευγενισμός, εξευγενίζει, εξευγενίσει
- art στα ελληνικά - αναπαράγω, καλός, περιγραφή, τρόπος, τύπος, ευγενικός, στύλος, ...
- ausstellungen στα ελληνικά - εκθέσεις, εκθέσεων, τις εκθέσεις
- doppelbrechung στα ελληνικά - διπλοδιαθλαστικότητα, διδιαθλαστικότητα, διπλή διάθλαση, δισδιαθλαστικότης, δισδιάθλασις
Τυχαίες λέξεις
Entität στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οντότητα, οντότητας, οικονομική οντότητα, φορέα, φορέας
Μεταφράσεις: οντότητα, οντότητας, οικονομική οντότητα, φορέα, φορέας