Ergänzung στα ελληνικά

Μετάφραση: ergänzung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσάρτημα, ολοκλήρωση, παράρτημα, τελείωμα, συμπληρώνω, συμπλήρωμα, συμπληρώματος, συμπλήρωμα για τον, συμπληρώνουν, το συμπλήρωμα
Ergänzung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • asphaltieren στα ελληνικά - άσφαλτος, άσφαλτο, ασφάλτου, ασφαλτοστρωμένο, ασφαλτική
  • befähigend στα ελληνικά - ενδυνάμωση, εξουσιοδοτήσεως, ενδυνάμωση των, εξουσιοδότησης, εξουσιοδοτεί
  • behauchung στα ελληνικά - φιλοδοξία, απορρόφηση, βλέψη, αναρρόφησης, αναρρόφηση, αναρροφήσεως, προσδοκία
  • diskutierend στα ελληνικά - συζητώντας, συζήτηση, Η συζήτηση, συζήτηση των, Η συζήτηση των
Τυχαίες λέξεις
Ergänzung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσάρτημα, ολοκλήρωση, παράρτημα, τελείωμα, συμπληρώνω, συμπλήρωμα, συμπληρώματος, συμπλήρωμα για τον, συμπληρώνουν, το συμπλήρωμα