Προσάρτημα στα γερμανικά

Μετάφραση: προσάρτημα, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ergänzung, blinddarm, appendix, anhang, Befestigung, Aufsatz, Befestigungs, Anbringung, Anbau
Προσάρτημα στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσάρτημα

προσάρτημα βυθιζόμενης φρέζας (335), προσάρτημα ισολογισμού υποδειγμα, προσάρτημα αγγλικά, προσάρτημα mini saw (670), προσάρτημα επε, προσάρτημα λεξικό γλώσσας γερμανικά, προσάρτημα στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • προς στα γερμανικά - fügsam, nach, ungünstig, widerwille, bevorstehend, zu, bei, ...
  • προσάναμμα στα γερμανικά - zunder, Zunder, Feuerzeug, tinder, Zündstoff
  • προσέγγιση στα γερμανικά - einführung, approach, betrachtungsweise, kontaktaufnahme, annäherung, einstellung, lösungsvorschlag, ...
  • προσήλωση στα γερμανικά - nutzung, auflegung, fleiß, bewerbung, verbindlichkeit, auftrag, anmeldung, ...
Τυχαίες λέξεις
Προσάρτημα στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: ergänzung, blinddarm, appendix, anhang, Befestigung, Aufsatz, Befestigungs, Anbringung, Anbau