Ermitteln στα ελληνικά
Μετάφραση: ermitteln, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εντοπίζω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abschlagen στα ελληνικά - διακοπή, απορρίμματα, αρνούνται, αρνηθεί, αρνηθούν, να αρνηθεί
- beneidet στα ελληνικά - αξιοζήλευτα, ζηλευτές, αξιοζήλευτη, περιζήτητους, πληρεί τις σύγχρονες
- bevölkernd στα ελληνικά - πληθυσμιακή, πληθυσμιακές
- dekubitus στα ελληνικά - κατάκλισης, bedsore, κατάκλιση, προφυλαξης απο τις κατακλισεις, έλκος κατάκλισης
Τυχαίες λέξεις
Ermitteln στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εντοπίζω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί
Μεταφράσεις: εντοπίζω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί