Erscheint στα ελληνικά

Μετάφραση: erscheint, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φαίνομαι, φαίνεται, εμφανίζεται, εμφανιστεί, προκύπτει, να εμφανιστεί
Erscheint στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aktiva στα ελληνικά - περιουσιακών στοιχείων, ενεργητικού, περιουσιακά στοιχεία, τα περιουσιακά στοιχεία, ενεργητικό
  • beendete στα ελληνικά - τελικού, τελικό, τελικών, τελειωμένο, τελικά
  • bias στα ελληνικά - προκατάληψη, μεροληψία, πόλωσης, πόλωση, μεροληψίας
  • datumszeilen στα ελληνικά - ημερομηνία, ημερομηνίας, την ημερομηνία, σήμερα, ημερομηνία που
Τυχαίες λέξεις
Erscheint στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φαίνομαι, φαίνεται, εμφανίζεται, εμφανιστεί, προκύπτει, να εμφανιστεί