Ersticken στα ελληνικά
Μετάφραση: ersticken, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αστείο, πνίγω, φλομώνω, στραγγαλίζω, φιμώνω, πνίγομαι, ασφυκτιούν, πάθουν ασφυξία, να πάθει ασφυξία, ασφυκτιάτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anbau στα ελληνικά - φτερό, επέκταση, έκταση, προέκταση, καλλιέργεια, καλλιέργειας, την καλλιέργεια, ...
- belästigt στα ελληνικά - παρενοχλούνται, παρενόχλησαν, παρενόχλησε, παρενοχλήσεις, παρενόχληση
- degeneriert στα ελληνικά - εκφυλισμένος, εκφυλισμένη, εκφυλισμένων, εκφυλισμένα, εκφυλισμένες
- dröhnt στα ελληνικά - φράγματα, δοράτια, βραχίονες, βραχιόνων, πλωτά φράγματα
Τυχαίες λέξεις
Ersticken στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αστείο, πνίγω, φλομώνω, στραγγαλίζω, φιμώνω, πνίγομαι, ασφυκτιούν, πάθουν ασφυξία, να πάθει ασφυξία, ασφυκτιάτε
Μεταφράσεις: αστείο, πνίγω, φλομώνω, στραγγαλίζω, φιμώνω, πνίγομαι, ασφυκτιούν, πάθουν ασφυξία, να πάθει ασφυξία, ασφυκτιάτε