Essen στα ελληνικά
Μετάφραση: essen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θρέψη, φαγητό, τροφή, βραδινό, τρώω, γεύμα, φάω, τρώνε, φάει, φάτε, τρώτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beschlagnahmend στα ελληνικά - κατάσχεση, δήμευση, κατάσχοντας, την κατάσχεση, δήμευσης
- brückenkopf στα ελληνικά - προγεφύρωμα, γέφυρας, προγεφυρώματος, της γέφυρας, γεφύρας
- dekadent στα ελληνικά - παρηκμασμένος, παρακμιακή, παρακμιακό, παρηκμασμένη, παρακμιακά
Τυχαίες λέξεις
Essen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θρέψη, φαγητό, τροφή, βραδινό, τρώω, γεύμα, φάω, τρώνε, φάει, φάτε, τρώτε
Μεταφράσεις: θρέψη, φαγητό, τροφή, βραδινό, τρώω, γεύμα, φάω, τρώνε, φάει, φάτε, τρώτε