Λέξη: ανάρτηση

Σχετικές λέξεις: ανάρτηση

ανάρτηση σημαίας, ανάρτηση αποφάσεων στη διαύγεια είσοδος, ανάρτηση αποφάσεων στη διαύγεια, ανάρτηση αποφάσεων υπουργείο δικαιοσύνης, ανάρτηση ποδηλάτου, ανάρτηση δασικών χαρτών, ανάρτηση δημοσίων συμβάσεων, ανάρτηση αυτοκινήτου, ανάρτηση αποδείξεων κοινοχρήστων, ανάρτηση κουρτινοξυλα, ανάρτηση αποφάσεων

Συνώνυμα: ανάρτηση

εναιώρημα, ανακοπή, παύση

Μεταφράσεις: ανάρτηση

ανάρτηση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
suspension, post, Submit a want, posting, post a

ανάρτηση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
suspensión, la suspensión, de suspensión, suspensión de, colgante

ανάρτηση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufhängung, suspendierung, verringerung, verschiebung, abnahme, aufschub, hemmung, pause, aufhängen, unterbrechung, federung, Federung, Aussetzung, Aufhängung, Suspension, Suspendierung

ανάρτηση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
abaissement, prorogation, cessation, réduction, répit, allongement, suspension, accrochage, repos, ajournement, entracte, sursis, arrêt, renvoi, interruption, diminution, la suspension, de suspension, suspension de, une suspension

ανάρτηση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sosta, molleggio, dilazione, sospensione, sospensioni, di sospensione, la sospensione, della sospensione

ανάρτηση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abatimento, desconto, suspensão, pausa, de suspensão, suspensão de, suspens�, a suspensão

ανάρτηση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pauze, rabat, verflauwing, besnoeiing, afslag, vermindering, rust, korting, stilte, onderbreking, uitstel, achteruitgang, schorsing, ophanging, opschorting, suspensie, vering

ανάρτηση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уменьшение, приостановка, прекращение, пауза, приостановление, дисквалификация, подвешивание, пресечение, банкротство, суспензия, взвесь, вешание, перерыв, подвеска, суспензию, подвески

ανάρτηση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stans, suspensjon, suspensjonen, fjæring

ανάρτηση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rabatt, avtagande, suspension, suspensionen, fjädring, uppskov

ανάρτηση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lykkäys, helpotus, hyllyttäminen, tauko, ripustukset, hirtto, huojennus, jousitus, suspensio, suspensiota, suspension, keskeyttäminen

ανάρτηση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
suspension, suspensionen, udsættelse, suspenderes, affjedring

ανάρτηση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odročení, přerušení, zavěšení, zastavení, přestávka, pozastavení, závěs, suspenze, suspendování, odklad, odpružení, suspenzi

ανάρτηση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zatrzymanie, odroczenie, karencja, zawiesina, zawieszenie, zwłoka, zwieszenie, zawiesinę, zawieszenia, zawiesiny

ανάρτηση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felfüggesztés, rugózás, beszüntetés, kerékfelfüggesztés, félbeszakítás, szuszpenzió, felfüggesztése, felfüggesztését, szuszpenziós

ανάρτηση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
süspansiyon, süspansiyonu, askı, asma

ανάρτηση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підвішування, суспензія, висячий, вішання, підвіска, подвеска

ανάρτηση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pezullim, pezullimi, pezullimin, pezullimit, pezullimin e

ανάρτηση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
окачване, суспензия, суспендиране, прекратяване, преустановяване

ανάρτηση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падвеска

ανάρτηση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
peatamine, vedrustus, peatamise, suspensiooni, suspensioon, peatamist

ανάρτηση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
suspenzija, obustava, ovjes, suspenziju, suspenzije

ανάρτηση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dreifa, Sviflausnin, sviflausn, fjöðrun

ανάρτηση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pauzė, pertrauka, sustabdymas, suspensija, pakaba, sustabdymo, suspensijos

ανάρτηση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārtraukums, pauze, suspensija, pārtraukšana, apturēšana, apturēšanu, suspensijas

ανάρτηση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
суспензија, суспензијата, суспендирање, прекин, потпирање

ανάρτηση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
antract, suspensie, suspendare, suspendarea, suspensii, de suspendare

ανάρτηση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vzmetenje, suspenzija, opustitev, prekinitev, suspenzijo

ανάρτηση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pozastavení, zavesenie, zavesenia, podves, zaveseniu, zavesení

Στατιστικά δημοτικότητας: ανάρτηση

Τυχαίες λέξεις