Fahren στα ελληνικά

Μετάφραση: fahren, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πηγαίνω, βόλτα, ατραξιόν, ιππεύω, πάω, πάει, πάτε, πηγαίνετε
Fahren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • administrator στα ελληνικά - διαχειριστής, διαχειριστή, διοικήσεως, διαχειριστή του, υπάλληλος διοικήσεως
  • autobiographische στα ελληνικά - αυτοβιογραφικός, αυτοβιογραφικό, αυτοβιογραφικά, αυτοβιογραφική, αυτοβιογραφικές
  • behaart στα ελληνικά - τριχωτός, μαλλιαρός, τριχωτό, τριχωτών, τριχωτά, εκ τριχωτών
  • deutet στα ελληνικά - ενδείκνυται, υποδεικνύεται, αναφέρεται, υποδεικνύονται, αναγράφεται
Τυχαίες λέξεις
Fahren στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πηγαίνω, βόλτα, ατραξιόν, ιππεύω, πάω, πάει, πάτε, πηγαίνετε