Formal στα ελληνικά
Μετάφραση: formal, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίσημος, επίσημα, επισήμως, τυπικά, επίσημη, τυπικώς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- agent στα ελληνικά - πράκτορας, μεσίτης, παράγων, αντιπρόσωπος, μέσο, παράγοντα
- anhaftung στα ελληνικά - εμμονή, προσκόλληση, κατάσχεση, σύνδεση, συνημμένο, προσάρτησης
- auflagekraft στα ελληνικά - φέρουσα, καταπόνηση των εδράνων
- dritte στα ελληνικά - τρίτος, τρίτες, τρίτο, τρίτη, τρίτων
Τυχαίες λέξεις
Formal στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίσημος, επίσημα, επισήμως, τυπικά, επίσημη, τυπικώς
Μεταφράσεις: επίσημος, επίσημα, επισήμως, τυπικά, επίσημη, τυπικώς