Forstwesen στα ελληνικά
Μετάφραση: forstwesen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δασολογία, δασοκομία, δασικών, δασοκομίας, της δασοκομίας, δασική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abschneidend στα ελληνικά - κόβοντας, αποκόπτοντας, αποκοπή, αποκοπής, κόψει
- anders στα ελληνικά - άλλος, διαφορετικός, αλλιώς, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφορετικών
- befangen στα ελληνικά - προκατειλημμένη, μεροληπτική, μεροληπτικά, μεροληπτικές, προκατειλημμένες
- dominanz στα ελληνικά - έλεγχος, εξουσιάζω, επικράτηση, υπεροχή, κυριαρχία, δεσπόζουσας θέσης, δεσπόζουσα θέση
Τυχαίες λέξεις
Forstwesen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δασολογία, δασοκομία, δασικών, δασοκομίας, της δασοκομίας, δασική
Μεταφράσεις: δασολογία, δασοκομία, δασικών, δασοκομίας, της δασοκομίας, δασική