Frühjahr στα ελληνικά

Μετάφραση: frühjahr, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκτινάσσομαι, άνοιξη, αναπηδώ, ελατήριο, ελατηρίου, την άνοιξη, άνοιξης
Frühjahr στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abreißzettel στα ελληνικά - στέλεχος, στελέχους, απόκομμα, κορμός
  • behörden στα ελληνικά - αυθεντία, καθεστώς, δίαιτα, κυβέρνηση, πολίτευμα, εξουσία, κύρος, ...
  • beurlaubt στα ελληνικά - άδεια απουσίας, η άδεια απουσίας, την άδεια απουσίας, άδεια απουσίας για, την άδεια απουσίας για
  • büroklammer στα ελληνικά - συνδετήρα, συνδετήρας, συνδετήρων εγγράφου, συνδετήρα για, έναν συνδετήρα
Τυχαίες λέξεις
Frühjahr στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκτινάσσομαι, άνοιξη, αναπηδώ, ελατήριο, ελατηρίου, την άνοιξη, άνοιξης