Πεισματάρης στα αγγλικά

Μετάφραση: πεισματάρης, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
obstinate, stubborn, ornery, bullheaded, spiteful
Πεισματάρης στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: πεισματάρης

cussed
  • πεισματάρης
  • στριμμένος
dogged
  • πεισματάρης
mulish
  • ξεροκέφαλος
  • πεισματάρης
  • μουλαρίσιος
ornery
  • πεισματάρης
  • πρόστυχος
wilful
  • ξεροκέφαλος
  • ισχυρογνώμων
  • αυθαίρετος
  • πείσμων
  • πεισματάρης
  • σκόπιμος
contrary
  • ενάντιος
  • πεισματάρης
  • αντίθετος
spiteful
  • μοχθηρός
  • πεισματάρης
  • κακός
  • κακεντρεχής
stubborn
  • πεισματάρης
  • επίμονος
  • αγύριστος
  • πείσμων
  • ισχυρογνώμων
obstinate
  • πεισματάρης
  • ισχυρογνώμονας
bullheaded
  • πεισματάρης
  • ισχυριγνώμων

Σχετικές λέξεις: πεισματάρης

ο πεισματάρης, πεισματάρης γάιδαρος, πεισματάρης συνώνυμα, πεισματάρης συνώνυμο, ο πεισματάρης γάιδαρος, πεισματάρης λεξικό γλώσσας αγγλικά, πεισματάρης στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • πειρασμός στα αγγλικά - temptation, tempting, tempter, a temptation, temptation to
  • πειρατής στα αγγλικά - pirate, buccaneer, filibuster, a pirate
  • πεισματικά στα αγγλικά - stubbornly, obstinately, doggedly, persistently, willfully
  • πεισμωμένος στα αγγλικά - obstinate, peismomenos
Τυχαίες λέξεις
Πεισματάρης στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: obstinate, stubborn, ornery, bullheaded, spiteful