Gelegenheit στα ελληνικά

Μετάφραση: gelegenheit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευκαιρία, ευχέρεια, πιθανότητα, ευκολία, τύχη, συγκυρία, δυνατότητα, την ευκαιρία, ευκαιρία για, ευκαιρίας
Gelegenheit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • analoge στα ελληνικά - ανάλογος, αναλογικό, ανάλογο, αναλογική, αναλόγου, αναλογικά
  • bevölkert στα ελληνικά - κατοικημένες, πυκνοκατοικημένη, αραιοκατοικημένες, πυκνοκατοικημένες, κατοικημένη
  • blöde στα ελληνικά - χαζός, παλαβός, ηλίθιος, ηλίθιο, ηλίθια, ανόητο, ηλίθιοι
  • deponierend στα ελληνικά - ING, της ING, η ING, την ING, κλάσης
Τυχαίες λέξεις
Gelegenheit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευκαιρία, ευχέρεια, πιθανότητα, ευκολία, τύχη, συγκυρία, δυνατότητα, την ευκαιρία, ευκαιρία για, ευκαιρίας