Gelegentlich στα ελληνικά

Μετάφραση: gelegentlich, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πότε-, τελικά, περιοδικά, ανεπίσημος, ξέγνοιαστος, τυχαίος, τύχη, συγκυρία, ευκαιρία, πιθανότητα, ενίοτε, περιστασιακά, κατά καιρούς, καιρούς, μερικές φορές
Gelegentlich στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • achtet στα ελληνικά - απόψεις, σέβεται, τις απόψεις, άποψη, σημεία
  • anrechnungen στα ελληνικά - Μειώσεις, Οι μειώσεις, μειώσεων, Η μείωση, Εκπτώσεις
  • arbeitskittel στα ελληνικά - συνολικός, ποδιά, γενικός, μπλούζα εργασίας, μπλούζες, smock, καρδαμίνης, ...
  • bombenbau στα ελληνικά - βόμβα, βόμβας, βομβών, βομβιστική, βομβιστικές
Τυχαίες λέξεις
Gelegentlich στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πότε-, τελικά, περιοδικά, ανεπίσημος, ξέγνοιαστος, τυχαίος, τύχη, συγκυρία, ευκαιρία, πιθανότητα, ενίοτε, περιστασιακά, κατά καιρούς, καιρούς, μερικές φορές