Λέξη: πόρνη

Συνώνυμα: πόρνη

τσούλα, παλιοθήλυκο, τσουλί, ακατάστατη γυναίκα, βρωμογυναίκα, εταίρα, υπηρέτρια, κόρη, πουτάνα, καριόλα

Μεταφράσεις: πόρνη

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tart, prostitute, hooker, slut, whore, harlot
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
agrio, prostituta, puta, ramera, puta de, la puta
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
obsttörtchen, herb, törtchen, dirne, prostituierte, nutte, hure, obstkuchen, fischerboot, schlampe, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rêche, sur, amer, salope*, tarte, salope, astringent, prostituer, acéré, revêche, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
acido, prostituta, troia, puttana, whore, meretrice
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
prostituta, meretriz, puta, whore, vadia
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
prostitueren, zuur, hoer, snol, lichtekooi
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
потаскушка, резкий, человек, наймит, девка, терпкий, проституировать, неряха, распустеха, грязнуля, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
besk, hore
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hora
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
prostituoitu, portto, huora, terävä, kirpeä, karvas, katutyttö, porton, whore, huoran
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sur, skøge, hore
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kyselý, dort, cuchta, koláč, ostrý, moura, prostitutka, trpký, děvka, kurva, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ciastko, kokota, klępa, uszczypliwy, tort, lafirynda, cierpki, pinda, suka, psuć, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyümölcslepény, utcalány, örömlány, kurva, szajha, whore, kurvát
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
orospu, fahişe, whore, kaltak, orospusu
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
проститутка, шльондра, кислий, торт, нечепура, терпкий, пиріг, нечупара, їдкий, різкий, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lavire, prostitutë, kurvë, zuskë, lavire të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
проститутка, курва, блудница, курвата
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шлюха, самадайка
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tänavaprostituut, lirva, libu, tort, prostituut, hoor, hoora, whore, hoorama
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kiseo, djevojčura, opor, kolač, kurva, kurvo, kurvu, Bludnica, drolja
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hóra
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kekše, paleistuvė, prostitutė, whore, kekšė
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
prostitūta, ielasmeita, mauka, whore, netikle
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
курва, курвата, блудница, блудницата
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
prostituată, curvă
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prostitutka, koláč, pita, whore, kurba, vlačuga, cipa
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
koláč, suka, štetka, dievka

Στατιστικά δημοτικότητας: πόρνη

Τυχαίες λέξεις