Gemäßigt στα ελληνικά
Μετάφραση: gemäßigt, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετριοπαθής, μέτριος, εύκρατος, μετριάζω, εγκρατής, μέτρια, μέτριας, μέτριο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abgeriegelt στα ελληνικά - αποκλεισμένη, σφραγισμένη, σφραγίζεται μακριά, σφραγίζεται, σφραγίζονται
- anführungen στα ελληνικά - Παραθέτοντας, επικαλούμενη, Αναφέροντας, επικαλούμενος, Επικαλούμενο
- bewacht στα ελληνικά - επιφυλακτικός, φυλασσόμενο, φυλάσσεται, φρουρείται, φυλαγμένο
- dolomit στα ελληνικά - δολομίτη, δολομίτης, ο δολομίτης, δολομίτου
Τυχαίες λέξεις
Gemäßigt στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετριοπαθής, μέτριος, εύκρατος, μετριάζω, εγκρατής, μέτρια, μέτριας, μέτριο
Μεταφράσεις: μετριοπαθής, μέτριος, εύκρατος, μετριάζω, εγκρατής, μέτρια, μέτριας, μέτριο