Gemeinwesen στα ελληνικά
Μετάφραση: gemeinwesen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοινοπολιτεία, κοινότητα, Κοινότητας, κοινοτικό, της Κοινότητας, κοινωνία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- altersschwach στα ελληνικά - ανίσχυρος, ασθενικός, αδύναμος, υπέργηρος, εξαθλιωμένο, εξαθλιωμένη, ετοιμόρροπη, ...
- angegriffen στα ελληνικά - επίθεση, επιτέθηκαν, επιτέθηκε, επιθέσεις, επιτεθεί
- balkenkopf στα ελληνικά - κεφάλι, επικεφαλής, κεφαλή, κεφαλής, το κεφάλι
- benutzungen στα ελληνικά - χρήσεις, χρήσεων, χρήση, τις χρήσεις, χρησεις
Τυχαίες λέξεις
Gemeinwesen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοινοπολιτεία, κοινότητα, Κοινότητας, κοινοτικό, της Κοινότητας, κοινωνία
Μεταφράσεις: κοινοπολιτεία, κοινότητα, Κοινότητας, κοινοτικό, της Κοινότητας, κοινωνία