Λέξη: βρέχω
Συνώνυμα: βρέχω
υγραίνω, μουσκεύω, κατουρώ, βρέχομαι, βουτώ
Μεταφράσεις: βρέχω
βρέχω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
drench, rain, wet, douse, I mark
βρέχω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mojar, empapar, lluvia, la lluvia, lluvias, de lluvia, lluvioso
βρέχω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
regenguss, regen
βρέχω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rouir, mouiller, macérer, tremper, pluie, la pluie, Ensoleillé, Averses, pluies
βρέχω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pioggia, Sereno, la pioggia, nuvoloso, di pioggia
βρέχω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
chuva, a chuva, chuvas, de chuva, da chuva
βρέχω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
regen, de regen, rain, regenval, regenen
βρέχω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ливень, промокание, вымачивать, смочить, промочить, смачивать, промачивать, мочить, дождь, дождя, осадков, дожди, дождевой
βρέχω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
regn, regnet, nedbør, rain
βρέχω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
regn, regnet, regna, regnar
βρέχω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kastella, sade, sateen, sadetta, rain, sateessa
βρέχω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
regn, regnen, regnvejr, rain
βρέχω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
namáčet, máčet, déšť, deště, dešti, srážkový, deštěm
βρέχω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dawka, namoczyć, zraszać, moczyć, przemoczyć, deszcz, deszczu, opadów, Zachmurzenie, opady
βρέχω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
eső, esőben, az eső, esőt, esővel
βρέχω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ıslatmak, yağmur, rain, yağmurlu, yağmuru
βρέχω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
змочувати, зросіть, змочити, промочити, мочити, дощ, сильний, грози, хмарність, невеликий дощ
βρέχω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shi, shiu, shiut, shiun, shi i
βρέχω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дъжд, дъжда, дъждове, дъждовна
βρέχω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дождж, надвор'е, праясненнямі, з праясненнямі, Воблачна
βρέχω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
leotama, jootma, vihm, vihma, vihmasensor, rain, sademete
βρέχω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pljusak, kvašenje, uroniti, kiša, kiše, kišu, za kišu, kiša je
βρέχω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rigning, rigningin, regn, rignir, rigningu
βρέχω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lietus, lietaus, kritulių, rain, lyti
βρέχω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lietus, lietu, lietusgāzes, rain, Spēcīgais lietus
βρέχω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дожд, дождот, за дожд, дождови
βρέχω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ploaie, de ploaie, ploaia, ploi, ploii
βρέχω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dež, rain, dežja, dežjem, za kišu
βρέχω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dážď, jasno, déšť, rain
Τυχαίες λέξεις