Gerichtsbarkeit στα ελληνικά
Μετάφραση: gerichtsbarkeit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικαιοδοσία, αρμοδιότητα, δικαιοδοσίας, διεθνή δικαιοδοσία, τη δικαιοδοσία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aufgebessert στα ελληνικά - ενισχύεται, ενίσχυσε, ενισχύθηκε, ενισχυθεί, ενισχυθούν
- barbarei στα ελληνικά - βαρβαρισμός, βαρβαρότητα, βαρβαρότητας, τη βαρβαρότητα, η βαρβαρότητα
- brotkrume στα ελληνικά - ψίχουλο, ψίχα, τριμμένη φρυγανιά, breadcrumb, τριμμένης φρυγανιάς, τριμμένων φρυγανιών
- daumenschraube στα ελληνικά - βίδα, κοχλία, βιδωτό, βιδωτό κοχλία, βίδα για
Τυχαίες λέξεις
Gerichtsbarkeit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικαιοδοσία, αρμοδιότητα, δικαιοδοσίας, διεθνή δικαιοδοσία, τη δικαιοδοσία
Μεταφράσεις: δικαιοδοσία, αρμοδιότητα, δικαιοδοσίας, διεθνή δικαιοδοσία, τη δικαιοδοσία